- ὁμηλικίη
- ὁμ - ηλικίη: equal age, Il. 20.465; for the concrete, person of like age, mate, companion.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὁμηλικίη — ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίῃ — ὁμηλικία sameness of age fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηλικία — ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [ομήλιξ] 1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας 2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία … Dictionary of Greek